- τιτθιζόμενον
- τιτθίζωsucklepres part mp masc acc sgτιτθίζωsucklepres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιτθίζω — Α [τίτθη] 1. (μτβ.) θηλάζω 2. μέσ. τιτθίζομαι βυζαίνω («ἀναρρηθήσεται ὡς τιτθιζόμενον βρέφος», Ησύχ.) … Dictionary of Greek